- χαραδρήεις
- χᾰραδρ-ήεις, εσσα, εν, =A full of gullies,
Πυθώ Nonn.D.9.251
.2 = χαραδραῖος 2, κενεών ib.48.34; βέλεμνον ib.17.202, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Πυθώ Nonn.D.9.251
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαραδρήεις — εσσα, ήεν, ΜΑ (για τόπο) γεμάτος χαράδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαράδρα + κατάλ. ήεις (βλ. λ. όεις)] … Dictionary of Greek
χαραδρήεντα — χαραδρήεις full of gullies neut nom/voc/acc pl χαραδρήεις full of gullies masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαραδρήεντι — χαραδρήεις full of gullies masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαραδρήεντος — χαραδρήεις full of gullies masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαραδρήεσσαν — χαραδρήεις full of gullies fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)